ἐνδύσεως

ἐνδύσεως
ἐνδύσεω̆ς , ἔνδυσις
entry
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ένδυση — η (AM ἔνδυσις) αμφίεση, ντύσιμο («ἐνδύσεως ἱματίων», ΚΔ) αρχ. μσν. ένδυμα, εξωτερική περιβολή αρχ. είσοδος, εισχώρηση («ὀδύνη δὲ ἀπό τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένη ἔοικεν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”